Πολλοί πίστευαν πως το Ad Infinitum δεν θα κυκλοφορούσε ποτέ. Τα χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη εμφάνιση του και το πρόσφατο λανσάρισμα του, ήταν πολλά και πλέον δεν ξέραμε τι να περιμένουμε από τον horror τίτλο, σε μία χρονιά που το είδος έχει πάρει τα πάνω του για τα καλά. Και μπορεί το παιχνίδι της Hekate να μην έχει εύκολο έργο απέναντι στον ανταγωνισμό, αποτελεί όμως μία πολύ τίμια επιλογή για τους φανατικούς του genre, όπως διαπιστώσαμε μετά την 7ωρη ενασχόληση μας.
Αξίζει αρχικά να αναγνωρίσουμε στο παιχνίδι την εκμετάλλευση ενός setting, το οποίο αποτελεί ίσως την πιο σκοτεινή περίοδο της ανθρωπότητας. Αναφερόμαστε φυσικά στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ή Μεγάλο Πόλεμο, όπως συνηθίζουν να τον αποκαλούν. Παρά την αδιαμφισβήτητη ιστορική του αξία, η αλήθεια είναι πως ο εν λόγω πόλεμος έχει εξερευνηθεί πολύ λιγότερο από τον πολύ πιο “mainstream” Β' Παγκόσμιο, στην περίπτωση μας όμως τα χαρακώματα του Α' Παγκοσμίου αποτελούν ένα ιδανικό setting για την ιστορία που έχει το παιχνίδι να αφηγηθεί. Άλλωστε εδώ δεν μιλάμε για έναν πόλεμο στον οποίο πρωταγωνίστησαν τα αεροπλάνα, τα τανκς ή η παντός φύσεως βόμβες, αλλά για κλειστοφοβικές μάχες σώμα με σώμα, σε απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσης, κάτι που εν τέλει οδήγησε και σε πάνω από 20 εκατομμύρια θύματα. Παράλληλα όμως με τα χαρακώματα του πολέμου, το σενάριο μας εξελίσσεται και σε δεύτερο setting, που δεν είναι άλλο από την έπαυλη της οικογένειας του πρωταγωνιστή μας, Paul.
Το παιχνίδι μας μεταφέρει μία στην έπαυλη και μία στο πεδίο της μάχης, χωρίς στην πραγματικότητα να μπορούμε να διακρίνουμε ποια είναι η αλήθεια και ποιο το ψέμα μέσα από το ταραγμένο μυαλό του Paul. Όσο βρισκόμαστε στη δαιδαλώδη έπαυλη προσπαθούμε να συνδέσουμε τα στοιχεία και να ανακαλύψουμε βήμα-βήμα πως έχει επηρεαστεί από τον πόλεμο τόσο το κάθε μέλος της οικογένειας του πρωταγωνιστή μας, όσο και οι σχέσεις μεταξύ των τεσσάρων. Αυτό επιτυγχάνεται κυρίως μέσω της αλληλεπίδρασης με ορισμένα αντικείμενα που προκαλούν μικρά ηχητικά flashbacks ή μέσω της εύρεσης σημειωμάτων. Δυστυχώς, το παιχνίδι δεν αποφεύγει να καταφύγει στη χρήση εκατοντάδων notes για να αφηγηθεί την ιστορία του, κάτι που πραγματικά προκαλεί πονοκέφαλο σε όποιον θέλει να ακολουθήσει από κοντά τα γεγονότα και να αποκτήσει πλήρη εικόνα. Έτσι, παρά το αδιαμφισβήτητο ενδιαφέρον του σεναρίου, λόγω και της διττής του φύσης, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μείνετε με απορίες αφού πέσουν τα credits, όπως μείναμε κι εμείς.
Η παραμονή στην έπαυλη δεν ενέχει πραγματικούς κινδύνους, κάτι που οι μυημένοι στο genre θα αναγνωρίσουν αμέσως. Ακόμη κι έτσι, ο τίτλος καταφέρνει να έχει τον παίκτη μονίμως στην τσίτα, χάρις στα παιχνίδια των φωτισμών, στους ψιθύρους και τα μουρμουρητά που ακούγονται συνεχώς και γενικότερα χάρις στην φανταστική ατμόσφαιρα που καταφέρνει να χτίσει. Μάλιστα, είναι από τις λίγες περιπτώσεις, που παρότι αντιλαμβανόμουν την έλλειψη απειλής, δεν έπαυα να πιστεύω οτι κάτι με ακολουθεί σε κάθε μου βήμα. Ξεπερνώντας όμως τη μανία καταδίωξης που με κατατρέχει, καταλαβαίνει κανείς πως στην πραγματικότητα το παιχνίδι είναι όσο πιο basic μπορεί να γίνει ένα παιχνίδι τρόμου, κάτι που κατά τη γνώμη μου είναι κι αυτό που αφαιρεί μεγάλο κομμάτι από τον φόβο που θα έπρεπε να νιώθει εν τέλει ο παίκτης. Η λούπα του gameplay είναι γνωστή από δεκάδες τίτλους που προηγήθηκαν και περιλαμβάνει, πέρα από την αναζήτηση σημειωμάτων, την εύρεση κλειδιών για κάποια πόρτα ή την επίλυση εύκολων γρίφων, ε και γενικότερα ουδέν νεότερο από το δυτικό μέτωπο, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Η κατάσταση αλλάζει ελαφρώς όταν η δράση μεταφέρεται στο λεγόμενο No Man's Land, στη νεκρή δηλαδή περιοχή μεταξύ 2 αντίπαλων στρατευμάτων. Εδώ, οι χειρότεροι εφιάλτες του Paul παίρνουν σάρκα και οστά και μετατρέπονται σε φρικιαστικά τέρατα, που δεν τον αφήνουν να ησυχάσει. Κάθε κεφάλαιο του τίτλου περιλαμβάνει και μία διαφορετική απειλή, που καταδιώκει τον πρωταγωνιστή σε σκοτεινούς και κλειστοφοβικούς χώρους και καταλήγει σε μεταξύ τους αναμέτρηση σε εύκολα, αλλά καλοδεχόυμενα, boss-fights. Όχι, το παιχνίδι δεν περιέχει μάχη, δίνει όμως στον Paul διάφορα αντικείμενα όπως κόφτη συρμάτων ή αξίνα, τα οποία θα αποδειχθούν σωτήρια στη συνέχεια. Το κάθε “τέρας” έχει και μία ξεχωριστή ικανότητα και αδυναμία, χωρίς βεβαίως ιδιαίτερη πρωτοτυπία στο συγκεκριμένο τομέα, ενώ ευτυχώς όλα τους είναι σχεδιασμένα με ιδιαίτερη επιμέλεια και η γκροτέσκα εμφάνιση τους προσδίδει την κατάλληλη δόση αποτροπιασμού στην όλη εμπειρία. Ψήγματα αφήγησης συναντά κανείς και στο συγκεκριμένο μισό του παιχνιδιού, με τους developers να κάνουν μία τίμια προσπάθεια να επικοινωνήσουν τη φρικαλεότητα του πολέμου. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως συγκεκριμένες επιλογές σας κατά τη διάρκεια των boss-fights οδηγούν και σε καλό ή κακό τέλος, οπότε σας εφιστούμε την προσοχή.
Τεχνικά μιλώντας, το παιχνίδι δεν βρίσκεται σε ιδανική κατάσταση. Τα γραφικά είναι αρκετά όμορφα, με τους φωτισμούς που αναφέραμε και νωρίτερα να αποτελούν highlight και το σχεδιασμό των επιπέδων να προσφέρει άπλετη οπτική λεπτομέρεια. Ιδίως οι εσωτερικοί χώροι της έπαυλης ανά σημεία καταφέρνουν έως και να εντυπωσιάζουν. Δυστυχώς, δεν υπάρχει δυνατότητα επιλογής mode γραφικών, με τη default ρύθμιση του τίτλου να φέρει αρκετά ζητήματα με το framerate, το οποίο χωλαίνει σημαντικά, ειδικότερα στο δεύτερο μισό του παιχνιδιού και σίγουρα κάποιο patch θα ήταν καλοδεχούμενο. Από εκεί και πέρα, τα bugs δεν απουσιάζουν, αφού κι εμείς βιώσαμε 2 crashes και χάσαμε ένα μικρό κομμάτι προόδου, με το παιχνίδι να μην προσφέρει την επιλογή χειροκίνητου save και να βασίζεται στα checkpoints, κάτι που σίγουρα ενέχει κινδύνους. Δεν έλειψαν ούτε τα ηχητικά bugs, με τον ήχο κάποιων αντικειμένων να εξαφανίζεται εντελώς κατά τη διάρκεια cutscenes, κάτι που ευτυχώς δεν συνέβη πολλές φορές. Από την άλλη, σε υψηλό επίπεδο κινούνται οι ερμηνείες των ηθοποιών, ενώ και το soundtrack έχει κάποιες πολύ δυνατές στιγμές.
Το Ad Infinitum δεν επανεφευρίσκει τον τροχό και ούτε το επιδιώκει ποτέ. Βασίζεται σε πολυφορεμένα tropes του είδους, με το μεγαλύτερο του αμάρτημα να είναι η χρήση εκατοντάδων σημειωμάτων για να αφηγηθεί την ιστορία του. Ακόμη κι έτσι όμως, σπανίως χάνει το ενδιαφέρον του κι ακόμη κι αν δεν τρομάζει ιδιαίτερα, βρίσκει τον τρόπο να αγχώσει τον παίκτη και να τον βυθίσει για τα καλά στα χαρακώματα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.