Sound of Freedom Review
Το καλοκαίρι που μας πέρασε, μια ανεξάρτητη ταινία που ακούει στο όνομα “
Sound
of Freedom” έσπασε τα ταμεία καταφέρνοντας να ξεπεράσει σε εισπράξεις, μπλοκμπαστερικές παραγωγές όπως το “Indiana Jones and the Dial of Destiny” και το “Mission: Impossible — Dead Reckoning Part One”. Το κινηματογραφικό φαινόμενο του Alejandro Monteverde όντας, σε πολύ μικρό βαθμό, βασισμένο σε πραγμα
τι
κά γεγονότα, αφηγείται τη σοκαριστική
ιστορία
ενός πρώην κυβερνητικού πράκτορα ονόματι Tim Ballard που ρίσκαρε τα πάντα για να ελευθερώσει όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά από κυκλώματα σωματεμπορίας και σεξουαλικής εκμετάλλευσης.
Τα γυρίσματα του “Sound of Freedom” ολοκληρώθηκαν το 2018 αλλά μέχρι και το 2022 δεν κατάφερε να βρει εταιρεία διανομής. Τελικά πέρυσι, η Angel Studios ανέλαβε να το διανείμει και να το προωθήσει και με τη βοήθεια του κόσμου το μετέτρεψε σε μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες ανεξάρτητης παραγωγής, όλων των εποχών. Η ταινία συζητήθηκε όσο λίγες και δίχασε κοινό και κριτικούς τόσο για το συσχετισμό της με τη θεωρία συνομωσίας QAnon όσο και για το αμφιλεγόμενο προφίλ του πραγματικού Tim Ballard.

Όταν διαχειρίζεσαι ένα τόσο ευαίσθητο θέμα όσο η σωματεμπορία και η σεξουαλική εκμετάλλευση ανήλικων πρέπει να είσαι ιδιαίτερα προσεκτικός στον τρόπο που θα επιλέξεις να αναδείξεις την οπτική των παιδιών, τα βασανιστήρια που υποβάλλονται αλλά και τη ρίζα του κακού, εκείνους που βρίσκονται στον πυρήνα των κυκλωμάτων και κινούν τα νήματα πίσω από τις αγοραπωλησίες των αθώων αυτών ψυχών. Στην περίπτωση δε, που αφηγείσαι μια πραγματική ιστορία τα περιθώρια λάθους μεγαλώνουν επικίνδυνα και χρειάζεται μεγάλη μαεστρία για να αποφύγεις όλες τις πιθανές παγίδες – μαεστρία την οποία το “Sound of Freedom” δυστυχώς δεν διαθέτει. Ισχυριζόμενη ότι είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, η ταινία ενσωματώνει μπόλικη μυθοπλασία και τραβάει από τη μαλλιά τη μικρή ποσότητα αλήθειας που εμπεριέχει. Παρότι είναι δύσκολο κανείς να το κατηγορήσει με σιγουριά για προβολή συνωμοσιολογικών ισχυρισμών και πολιτικών πιστεύω, το “Sound of Freedom” είναι κάθε άλλο παρά προσγειωμένο στην πραγματικότητα, με καρικατουρικούς χαρακτήρες και άκρως κινηματογραφικές επιχειρήσεις διάσωσης να προδίδουν αβίαστα την πλασματικότητα αρκετών σημείων της πλοκής.

Παρότι οι συντελεστές επιμένουν ότι το “Sound of Freedom” είναι αφιερωμένο στην οδύσσεια όλων εκείνων των ανήλικων θυμάτων που βρέθηκαν με τη βία στα σκοτεινότερα βάθη του υποκόσμου, το έργο σπαταλά περισσότερο χρόνο εκθειάζοντας τον πρωταγωνιστή Tim Ballard και αναδεικνύοντας το πόσο σατανικοί και διεφθαρμένοι είναι οι κακοί που κυνηγάει. Στον κόσμο της ταινίας, τα μεγάλα μυαλά πίσω από τα κυκλώματα είναι αποκλειστικά άγνωστοι μεγιστάνες, μεγαλοεπιχειρηματίες, βδελυρές φιγούρες που καταλαβαίνεις αμέσως από την αποκρουστική εμφάνιση και το σατανικό γέλιο. Η αλήθεια παρόλα αυτά είναι πολύ πιο σκληρή και είναι πραγματικά περίεργο που οι συντελεστές επέλεξαν να τα αγνοήσουν. Όπως είναι ευρέως γνωστό, τα περισσότερα θύματα trafficking γνωρίζουν τους θύτες, όντες άνθρωποι της διπλανής πόρτας, συχνά υπεράνω πάσης υποψίας. Στρέφοντας την προσοχή του αποκλειστικά στα μεγάλα σαλόνια, το “Sound of Freedom” αποτυγχάνει να αναδείξει ένα μεγάλο μέρος του πολυδιάστατου προβλήματος που εξερευνά, φέρνοντας μια αθέμιτη υποκειμενικότητα και μια αταίριαστη κινηματογραφική υπερβολή στην αφήγηση της ιστορίας.

Φυσικά, το έργο δεν χάνει την ευκαιρία να σοκάρει παρουσιάζοντας αποκρουστικές συζητήσεις και αλληλεπιδράσεις πίσω από τις κλειστές πόρτες των θυτών, εκεί που οι ψυχές των παιδιών πεθαίνουν κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Μπορεί να μην υπάρχουν σκηνές κακοποίησης αλλά τα βρώμικα αγγίγματα, τα διεστραμμένα βλέμματα και τα χειριστικά λόγια τόσο των σωματεμπόρων όσο και των πελατών τους είναι αρκετά για να στοιχειώσουν την ψυχή των θεατών και να ενοχλήσουν βαθιά, ξεπερνώντας τα όρια περισσότερο από όσο θα έπρεπε.

Ακόμα και αν παραβλέψουμε την προσέγγιση, η ταινία διαθέτει και πιο τεχνικές αστοχίες που αφορούν κυρίως το σενάριο αλλά και την υποκριτική. Με άφθονες τρύπες στη λογική των χαρακτήρων και συνεχή εμπόδια που αναγκάζουν τους ήρωες να περιπλέξουν υπερβολικά τα σχέδια διάσωσής τους, η ιστορία είναι κάθε άλλο παρά συμπαγής και εύπεπτη, αδυνατώντας να πετύχει την αναμενόμενη κλιμάκωση λόγω της χαοτικής
ροής
της. Οι ερμηνείες δε, με εξαίρεση τον Bill Camp στον ρόλο του Vampiro, είναι σχεδόν ερασιτεχνικά υπερβολικές ενισχύοντας τη στερεοτυπικότητα που διέπει τους χαρακτήρες τους. Ο Jim Caviezel από την άλλη, είναι ένας ξύλινος πρωταγωνιστής, με ελάχιστη εκφραστικότητα που δεν καταφέρνει σε καμία περίπτωση να μεταδώσει την αγωνία και τον πόνο του Ballard για όλα εκείνα τα παιδιά που παλεύει σκληρά για να σώσει.
Ο Javier Navarrete έρχεται σαν από μηχανής θεός με την εξαιρετική μουσική
επένδυση
που καταφέρνει να αποδώσει εύστοχα την, απελπισία, την ανατριχίλα αλλά και την ελπίδα που αναδύεται μέσα από την επιχείρηση διάσωσης του “Sound of Freedom” μεταδίδοντας στο έπακρο την ένταση των στιγμών και των συναισθημάτων του.
Επιλέγοντας να βουτήξει στον εφιαλτικό υπόκοσμο της σωματεμπορίας και σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων, το “Sound of Freedom” είναι μια ταινία που κάνει πολλά βλέμματα να γυρίσουν, θίγοντας ευαίσθητα θέματα, ικανά να λυγήσουν και τους πιο σκληρόπετσους. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την επίδραση που είχε στο κοινό του και την καλή πρόθεση να ρίξει φως σε ένα εγκληματικό φαινόμενο που πολλοί δεν τολμούν να αγγίξουν. Αυτός είναι ακριβώς και ο λόγος που η υποδοχή ήταν τόσο θερμή παρά τα εμπόδια που η ταινία αντιμετώπησε μέχρι να βγει στις αίθουσες. Όσο όμως και αν ευαισθητοποιούμαστε και συγκινούμαστε από τις σκληρές εικόνες που βλέπουμε πρέπει να ανγνωρίσουμε ότι η εκτέλεση πάσχει εξίσου από ηθικά και τεχνικά ζητήματα, αποτυγχάνοντας να αναδείξει τόσο την πραγματικότητα του περίπλοκου και πολύπτυχου προβλήματος που εξερευνά όσο και τις αυθεντικές πτυχές ιστορίας στην οποία βασίζεται. Γεμάτο μυθοπλασία και υπερβολή, όσον αφορά τους χαρακτήρες αλλά και την ίδια την επιχείρηση διάσωσης του Ballard, η ταινία δεν καταφέρνει σε καμία περίπτωση να αναδείξει την οδύσσεια των βασανισμένων ψυχών που έπεσαν θύματα trafficking και αντ’ αυτού εξυμνεί τη γενναιότητα του πρωταγωνιστή της και παρουσιάζει τους φρικτούς εγκληματίες που εμπλέκονται σαν κακούς από κακόγουστη ταινία δράσης, χωρίς ίχνος ρεαλισμού. Ακόμα και αν οι κατηγορίες περί συνωμοσιολογίας και προπαγάνδας είναι άκυρες, το “Sound of Freedom” παραμένει αμφιλεγόμενο, προσεγγίζοντας άκρως μεροληπτικά και υποκειμενικά την εν μέρει πραγματική ιστορία του.
VIA:
ign.com

