Remnant 2 και The Awakened King DLC | Review
Οι γιορτές πέρασαν, το
2024
ήρθε για τα καλά στις ζωές μας και ο γραφών κατάφερε επιτέλους να τερματίσει το
Remnant II
. Η κυκλοφορία μας ήρθε αργότερα από το αναμενόμενο, παρέα με την κυκλοφορία του πρώτου προγραμματισμένου
DLC
για το παιχνίδι με την ονομασία
The Awakened King.
Ο τίτλος μας, αποτελεί το τρίτο (:) και πιθανόν τελευταίο μέρος της τριλογίας που αποτελείται από τα
Chronos: Between Ashes
και
Remnant: From the Ashes.
Το πρώτο είναι μια ενδιαφέρουσα souls like παραλλαγή για VR που κυκλοφόρησε και στις υπόλοιπες πλατφόρμες, ενώ το δεύτερο διατήρησε το souls like στοιχείο δίνοντας βάση στο co op και στο gunplay. Έτσι, δημιουργήθηκε ένα
ιδίωμα
της souls like φόρμουλας όπου ο παίχτης (ή οι παίχτες) ταξίδευαν από κόσμο σε κόσμο πυροβολώντας ότι κυριολεκτικά κινείται για να σταματήσουν την εξάπλωση του
Root
(ο κακός μας). Θα καταφέρει λοιπόν το
Remnant II
να πατήσει πάνω στα σημεία του προκατόχου του και να μας προσφέρει μια αξιοπρεπή εμπειρία; Θα μάθουμε στη συνέχεια.
Ξεκινάμε το ταξίδι μας με τη
δημιουργία
χαρακτήρα
. Τα πράγματα είναι λίγο
φτωχά
ως προς τις επιλογές μας, αλλά η δουλειά γίνεται αποτελεσματικά. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός, ότι η φωνή που θα διαλέξουμε για τον χαρακτήρα μας θα μας συνοδεύσει καθ’ όλη τη διάρκεια του τίτλου. Ο χαρακτήρας μας (ας τον πούμε Γιάννη) μιλάει στους διαλόγους με τους δευτερεύοντες χαρακτήρες και λέει την προσωπική του γνώμη για τα πράγματα που συμβαίνουν τριγύρω του. Η ιστορία ακολουθεί μια πιο
action/adventur
e λογική, έχοντας μια σειρά γεγονότων η οποία διακόπτεται από
αυτοτελείς
ιστορίες σε κάθε κόσμο που επισκεπτόμαστε.
Για να πάρουμε μια ιδέα, ο Γιάννης είναι ένας
επιζήσαντας
που ψάχνει για το θρυλικό
Ward 13
, μια περιοχή που αντιστέκεται ακόμα, αλλά και αποτελεσματικά στο Root. Το Root είναι μια δύναμη που επεκτείνεται σε όλους τους κόσμους κατακτώντας τους και διαστρεβλώνοντας τους. Αφού ο Γιάννης πέσει σε μια ενέδρα και σωθεί από τους πολεμιστές του Ward 13, θα ανακαλύψει έναν από τους κρυστάλλους που είναι δίοδοι για τους άλλους κόσμους και θα μπλέξει σε μια περιπέτεια που θα τον φέρει αντιμέτωπο με το Root.

Προς μεγάλη μου έκπληξη, το σενάριο του Remnant II όχι μόνο εξυπηρετεί το ίδιο το παιχνίδι, αλλά καταφέρνει και γίνεται αρκετά
meta
, έτσι ώστε να ασκήσει κριτική και στην ίδια τη φύση του. Ο ρυθμός που ακολουθούμε ως το πως ξετυλίγεται η ιστορία είναι ο εξής. Ακολουθούμε τον πρόλογο και εισερχόμαστε στον κρύσταλλο. Έπειτα, τυχαία μπαίνουμε σε έναν από τους τρεις κόσμους του τίτλου και αφού τον ολοκληρώσουμε, μεταφερόμαστε στην κεντρική περιοχή ολοκληρώνοντας μαζί και το Act 1. Συνεχίζουμε με τους άλλους δύο κόσμους και για το τέλος μας μένει η ο κόσμος όπου διαδραματίζεται και το τελευταίο act.
Το
χαρακτηριστικό
που επικρατεί στο Remnant II είναι το πόσο
τυχαιοποιημένη
είναι η επίσκεψη στον κόσμο του. Οι τρεις βασικοί κόσμοι που θα επισκεφτούμε, λαμβάνουν έμπνευση από διάφορα υπό-είδη της λογοτεχνίας του φανταστικού. Έτσι, έχουμε τον
γοτθικό
(Losomn), της
επιστημονικής φαντασίας
N’Erud) και της
μεσαιωνικής φαντασίας
(Yaesha) κόσμο. Οι περιοχές σε αυτούς τους κόσμους δημιουργούνται τυχαία, όπως και τα διάφορα dungeon, έχοντας κάποιες περιοχές
κλειδιά
που έχουν την ίδια διαρρύθμιση. Μέσα σε αυτές, θα βρούμε ποικίλες αναμετρήσεις με εχθρούς και
“αφεντικά”
. Ο σκοπός μας είναι να φτάσουμε στην τελική αναμέτρηση του κόσμου, που θα μας δώσει και αυτό που ψάχνουμε για να προχωρήσουμε την ιστορία.

Ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός, ότι η δική μου εμπειρία ξεκίνησε με το
The Awakened King DLC
του τίτλου. Αυτό που συνέβη λοιπόν, ήταν ότι ξεκίνησα τον τίτλο σε έναν προσχεδιασμένο κόσμο, με ελάχιστα τυχαία κομμάτια και μια
εξαιρετική τελική αναμέτρηση
κλιμακούμενη με έναν μοναδικό τρόπο. Έπειτα, έμαθα ότι τα DLC που θα κυκλοφορήσουν έχουν ως σκοπό να εμπλουτίσουν την εμπειρία αλλά και την ιστορία των τριών κεντρικών κόσμων. Δεν γνωρίζω δηλαδή πως ήταν το Losomn αρχικά, αλλά η πρώτη εντύπωση μου ήταν αρκετά δυνατή. Περνώντας στον N’Erud, τολμώ να πω ότι χάθηκα λόγω του τοπίου του που αποτελείται από μια μεγάλη έρημο, κατανοώντας καλύτερα όμως στο πως λειτουργεί η “τυχαία” δημιουργία των κόσμων. Στον Yaesha ήμουν πανέτοιμος για εξερεύνηση και οπλισμένος σαν αστακός.
Η εξερεύνηση των κόσμο υποβοηθείται πολύ από τον
οπτικό
τομέα του τίτλου. Μπορεί να μιλάμε για μια
ΑΑ
παραγωγή, αλλά η
Gunfire Games
έχει μια εμπειρία στο να δίνει στυλ στους κόσμους της, κάτι που ήταν ήδη γνωστό από τη σειρά
Darksiders
. Στο Remnant II με το που φύγουμε από το μετά-αποκαλυπτικό περιβάλλον της Γης, εντυπωσιαζόμαστε από το εικαστικό των κόσμων και την ποικιλία που προσφέρουν σε τοπία. Κάθε κόσμος έχει μια συγκεκριμένη παλέτα χρωμάτων που αναδεικνύει τον χαρακτήρα του, ενώ οι αντίπαλοι μέσα σε αυτόν έχουν την
απαιτούμενη
ποικιλία και δείχνουν πραγματικά μέρος αυτού. Θα αντικρύσουμε τεράστια γοτθικά κάστρα, μαύρες τρύπες ψηλά στον ουρανό, αλλά και παραμυθένια (με έναν διεστραμμένο τρόπο) δάση. Όλα αυτά τρέχουν
σχετικά αδιάκοπα
με τα καρέ να πέφτουν σε
ελάχιστες
περιπτώσεις.

Ο ακουστικός τομέας ακολουθεί τον οπτικό όντας ένα σκαλί πιο κάτω. Έχω ένα παράπονο με τις ερμηνείες, οι οποίες θυμίζουν
b-movie
, κάτι που είναι κατανοητό λόγω πόρων κι εν τέλει δεν ενοχλούν τον παίχτη. Επίσης, η
μουσική
αν και έχει κάποια πολύ δυνατά κομμάτια να συντροφεύουν τις μάχες, καταντάει
μάρτυρας
για τις αναμετρήσεις ξεκινώντας ή κλείνοντας πολύ νωρίς. Στον αντίποδα, ο ήχος των όπλων είναι άκρως
ικανοποιητικός
και αποτελεί ένα στοιχείο του πόσο
διασκεδαστική
είναι η μάχη.
To κέντρο όλων στο Remnant II είναι η
gameplay
λούπα
του. Το ίδιο στοχεύει κυρίως στην συνεργασία μεταξύ παιχτών, αλλά και η εμπειρία με έναν παίχτη είναι άκρως απολαυστική. Αυτό το καταφέρνει δημιουργώντας ποικίλες αναμετρήσεις, οι οποίες θέλουν μια στρατηγική συγκρότηση και γνώση της κλάσης του χαρακτήρα μας. Το γεγονός ότι η πλειονότητα των κλάσεων παλεύει εξ’ αποστάσεως, ουδόλως κάνει τον τίτλο ευκολότερο. Με αυτό πετυχαίνονται δύο πράγματα: Απαιτείται από τον παίχτη
καλή γνώση
του περιβάλλοντος και
συνεχής μετακίνηση
μέσα σε αυτό και κάνει τις αναμετρήσεις με τα bosses ενδιαφέρουσες, καθώς παρουσιάζουν έναν
αποτελεσματικό
και
έξυπνο
σχεδιασμό. Πάνω σε όλα αυτά, το παιχνίδι καθιστά σαφές ότι από κρύσταλλο σε κρύσταλλο (τα αντίστοιχα bonfire μας) τα πυρομαχικά είναι πεπερασμένα και χρειάζονται διαχείριση. Δημιουργείται λοιπόν μια
ισορροπία
που δεν καταρρέει κάτω από το
άγχος
του παίχτη και δεν απαιτεί μόνο γρήγορα αντανακλαστικά.

Συνδυαστικά, οι
κλάσεις
του παιχνιδιού είναι διακριτά διαφορετικές μεταξύ τους και μετέπειτα μπορούμε να κάνουμε συνδυασμούς με αυτές δημιουργώντας νέες. Το μόνο αρνητικό σε αυτό είναι ότι αυτές αναβαθμίζονται αυτόματα, χωρίς να χρειάζεται η συμβολή μας για να τις εξατομικεύσουμε έστω και σε έναν βασικό βαθμό. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τα traits. Είναι κατηγορίες που εναποθέτουμε πόντους και αυξάνουν κάποια βασικά χαρακτηριστικά μας. Στην πορεία του παιχνιδιού, θα βρούμε ποικίλους πόντους, αλλά και καινούργια
traits
. Παρόλα αυτά, συνεχίζουν στο ίδιο μοτίβο αύξησης κάποιων στατιστικών, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Αυτό που καταφέρνει και ξεχωρίζει το Remnant II από μια looter shooter εμπειρία σε στυλ Wonderlands, είναι ο τρόπος με τον οποίο βρίσκουμε τα διάφορα ήδη εξοπλισμού. Οι εχθροί κυρίως ρίχνουν πυρομαχικά και αντικείμενα αναβαθμίσεων των όπλων. Οι πανοπλίες, τα όπλα και τα δαχτυλίδια βρίσκονται καλά κρυμμένα στο περιβάλλον και απαιτούν την
επίλυση
κάποιου γρίφου, ή την
εύρεση
ενός μυστικού δωματίου. Κάποια από αυτά βέβαια μπορεί να τα αποκτήσουμε μέσω των μεγάλων αναμετρήσεων, αλλά δεν είναι τόσο σύνηθες να συμβεί. Αυτός ο “μηχανισμός” εξυπηρετεί το κομμάτι της εξερεύνησης και δίνει ένα σταθερό βάθρο να πατήσουμε μέσα στην τυχαία δημιουργία των περιοχών. Ολοκληρώνεται λοιπόν, ένας
κύκλος
μεταξύ
μάχης
και
εξερεύνησης
που εξυπηρετεί την λούπα μας εξίσου και με διαφορετικό τρόπο.
Κλείνοντας, το
Remnant II
είναι ένα παιχνίδι που με
εξέπληξε
ευχάριστα. Αποτελεί μια πολύ
δυνατή
εμπειρία με μια ανέλπιστα καλή ιστορία που ασκεί και τη δική της κριτική (;) στο
μέσο
μας. Οι μάχες είναι απολαυστικές και δημιουργούν ωραίες στιγμές, ενώ η ύπαρξη φίλων αναβαθμίζει την όλη εμπειρία. Η πληθώρα των επιλογών που υπάρχουν επίσης, σίγουρα δίνουν ένα κίνητρο για να επισκεφτείτε ξανά τον τίτλο. Η αίσθηση που αφήνει στον παίχτη είναι όμοια με αυτής της σειράς
Stargate
για τους παλιούς και αυτό μόνο κάτι καλό μπορεί να σημαίνει. Το Remnant II αποτελεί έναν από τους πιο
ολοκληρωμένους
τίτλους για το
2023
και σίγουρα από τους
καλύτερους!
Ευχαριστούμε την εταιρεία για την παροχή του τίτλου για τις ανάγκες της κριτικής.
VIA:
PSAddict.gr


