Viewfinder | Review – PSaddict.gr
Υπάρχει πάντα μια ανησυχία όποτε αντικρίζω indie παιχνίδια με χαρακτηριστικό την έντονη καλλιτεχνική τους διεύθυνση. Ίσως πρόκειται ξεκάθαρα περί ενός είδους
προκατάληψης
, αλλά η εμπειρία έχει αποδείξει ότι το κόστος για μια όμορφη εικόνα στην οθόνη μας
παρασιτεί
συνήθως εις βάρος του
gameplay
. Το Viewfinder καταφέρνει και
εντυπωσιάζει
τον παίχτη από την πρώτη στιγμή, όχι μόνο λόγω του ιδιαίτερου εικαστικού του αλλά κυρίως της μοναδικής gameplay λούπας που προσφέρει ενσωματώνοντας το ίδιο το εικαστικό μέσα σε αυτήν.
Εκμεταλλεύεται όμως ο τίτλος αυτή την μοναδικότητα για να δώσει μια αξιομνημόνευτη εμπειρία;
Ξεκινώντας, το
Viewfinder
πραγματεύεται την ύπαρξη μιας
προσομοίωσης
στην οποία εισερχόμαστε για να ανακαλύψουμε κάτι κρυφό που θα βοηθήσει την ανθρωπότητα. Όσο πιο βαθιά προχωρούμε στα επίπεδα, τόσο αρχίζουν να εμφανίζονται οι
ανωμαλίες
της προσομοίωσης. Στο πλάι μας βρίσκονται η
Jessie
και ο
CAIT
. Η πρώτη είναι η υπεύθυνη της αποστολής, ενώ ο δεύτερος -με τη μορφή γάτας- μας ξεναγεί και επεξηγεί τα γεγονότα της ιστορίας. Χωρίς να δώσω περαιτέρω πληροφορίες, θα σταθώ στο γεγονός ότι η ιστορία είναι
καθόλα ανθρώπινη
και αποτυπώνει τη
ματαιότητα
της
φιλοδοξίας
απέναντι σε μια επικείμενη καταστροφή. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω ηχογραφημένων μηνυμάτων και δυστυχώς αποτέλεσμα αυτού είναι η έλλειψη ουσιαστικής κορύφωσης. Ο τίτλος έχει τα φόντα να κάνει ένα μεγάλο μπαμ προς το τέλος του, αλλά δυστυχώς το αφηγηματικό κομμάτι δεν ακολουθεί το εικαστικό με τον ίδιο ρυθμό.
Περνώντας στο gameplay, η βασική του ιδέα είναι αρκετά
πρωτοποριακή
αγγίζοντας τίτλους επιπέδου
Portal
,
Superliminal
ή και
Stanley Parable
.
Viewfinder
, για όσους δεν γνωρίζουν, ονομάζεται
το σκόπευτρο της φωτογραφικής κάμερας
. Δουλειά μας στο παιχνίδι είναι να επιλύουμε περιβαλλοντικούς γρίφους και να χρησιμοποιούμε τις φωτογραφίες της κάμερας για να αλλάζουμε το τοπίο. Ακούγεται περίπλοκο; Ναι, αλλά δεν είναι. Ο κόσμος του Viewfinder λειτουργεί ως εξής: Τραβάμε μια φωτογραφία, την προβάλλουμε μπροστά μας και αφού μας ικανοποιεί η θέση της την αφήνουμε στο περιβάλλον και
voila
! Η φωτογραφία έχει μετατραπεί σε ένα τρισδιάστατο περιβάλλον, κομμάτι του κόσμου που βρισκόμαστε. Οι
εφαρμογές
αυτής της ικανότητας είναι απίστευτα
πολλές
, δημιουργώντας μια πληθώρα καταστάσεων που θα βρεθούμε σκεπτόμενοι να επιλύσουμε. Κάθε κόσμος που θα επισκεφτούμε χρησιμοποιεί και ένα επιπλέον είδος οφθαλμαπάτης, συναθροίζοντας το στα πράγματα που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη.
Επιπλέον, πέρα από τις βασικές πίστες για να προχωρήσει η ιστορία υπάρχουν και οι
προαιρετικές προκλήσεις
που δίνουν έναν μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας. Συνολικά, ποτέ δεν έτυχε να βρεθώ αντιμέτωπος με κάτι φαινομενικά ακατόρθωτο, ενώ για κάποιον λόγο το παιχνίδι
φοβάται
το gameplay να πιάσει ρυθμό και να κορυφωθεί τόσο σε
ένταση
, όσο και σε
δυσκολία
. Αυτό εξαιρουμένου του τελευταίου επιπέδου, που δίνει μια άλλη τροπή στον τίτλο αλλά και προκαλεί
αναπάντεχα
συναισθήματα. Έρχεται όμως σε μια στιγμή που όλα είναι
επιπεδωμένα
και ποτέ δεν έχουμε έρθει
οργανικά
σε αυτού του είδους τη δράση. Οι συγκρίσεις με το Portal είναι
αναπάντεχες
, ίσως όμως και κομματάκι
άδικες
. Αυτό συμβαίνει γιατί το Viewfinder προσπαθεί να μας περάσει την
πεποίθηση
, ότι όσο πιο μέσα στην προσομοίωση είμαστε, τόσο πιο δύσκολα και επικίνδυνα τα πράγματα. Δεν υπάρχει όμως ούτε ουσιαστικός κίνδυνος, ούτε δυσκολία. Στο Portal δεν συνέβαινε αυτό, καθώς μετά από κάθε δωμάτιο ήταν απαιτούμενο από εμάς να χρησιμοποιήσουμε συνδυαστικά ότι μάθαμε. Η αδικία μεταξύ αυτής της σύγκρισης έγκειται στο γεγονός ότι ενώ το δεύτερο είναι ένα καθαρόαιμο puzzle παιχνίδι, το πρώτο προσπαθεί να είναι
puzzle
,
casual
και
indie
(με την παράτυπη έννοια του όρου που απευθύνεται στο εικαστικό κομμάτι). Άρα, ίσως
χάνουμε
λίγο από τον στόχο μας.
Συνεχίζοντας, δεν γίνεται να μην μιλήσουμε για το
εικαστικό
κομμάτι του τίτλου. Η παλ χρωματική παλέτα του με τα ζωηρά χρώματα που τονίζουν τα
vintage
έπιπλα στο περιβάλλον, δημιουργούν ένα
χαλαρωτικό
κλίμα το οποίο σπάει μέσα από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που ενσωματώνονται στο περιβάλλον. Η δύναμη όμως του τίτλου εικαστικά δεν είναι μόνο εκεί. Στο διάβα μας θα βρούμε φωτογραφίες με τελείως άλλο γραφικό στυλ και η κάθε μια από αυτές λέει τη δική της ιστορία. Από παστέλ ανεμόμυλους, μέχρι και pixelated μπουντρούμια εκεί είναι που θα πάρουμε μερικές από τις
μεγαλύτερες
συναισθηματικές
μας
απολαβές
. Μέσα από αυτό κατανοούμε πόσο πολύ θα θέλαμε να υπάρχει ένας level editor και όχι μόνο. Η ευκολία του τίτλου να ενσωματώσει στοιχεία τρόμου και στιγμές αδρεναλίνης χάνεται από τη στιγμή που τίποτα από αυτά δεν είναι κομμάτι της κεντρικής εμπειρίας. Έτσι το
gimmick
παραμένει αυτό ακριβώς, μια απλή
επινόηση
. Δημιουργεί όμως το απαιτούμενο
δέος
σε στιγμές και αυτό θεωρείται επιτυχία.
Στον ηχητικό τομέα, τα πράγματα κινούνται στα αναμενόμενα ποιοτικά επίπεδα. Οι
φωνές
είναι
αξιόλογες
, όπως επίσης και το συναίσθημα που μεταδίδουν στον παίχτη. Ο CAIT που θα ακούσουμε και τις περισσότερες φορές έχει μια βαθιά, μπάσα και χαλαρωτική φωνή και δεν δημιουργεί πρόβλημα στην επίλυση των επιπέδων. Το αντίθετο όμως. Κάθε φορά που λύνουμε έναν γρίφο, έρχεται να δώσει μια σύντομη επιβράβευση στον παίχτη. Αυτό μπορεί να ενοχλήσει κάποιους, αλλά στο σύνολο του δεν αποτελεί ένα αρνητικό στοιχείο. Η μουσική ενδυμασία απαρτίζεται από
ambient
ήχους κυρίως, συνοδευόμενη από κάποιες απλές
loft
μελωδίες
, που λειτουργούν κυρίως σαν ένα χαλί και δεν αποσπούν από την εμπειρία.
Κλείνοντας, το
Viewfinder
είναι ένας
πανέμορφος
οπτικά τίτλος με έναν
ασύλληπτο
μηχανισμό gameplay
, που
χωλαίνει
ακριβώς στο γεγονός ότι παραμένει
επιπεδωμένος
σε
ρυθμό
, μην έχοντας ποτέ την αναμενόμενη κορύφωση τόσο σε gameplay, όσο και σε ιστορία. Αυτό μπορούμε να υποθέσουμε ότι συμβαίνει, μάλλον λόγω μιας αντίληψης ότι το εικαστικό κομμάτι είναι τόσο εντυπωσιακό που μπορεί να παράγει μόνο του το συγκινησιακό φορτίο που απαιτείται. Δεν είναι έτσι όμως και δυστυχώς χάνει το μεγάλο μπαμ που θα μπορούσε να κάνει και παραμένει απλά ένα
πολύ καλό indie
παιχνίδι της σειράς.
Εξέχον, αλλά της σειράς.
Ευχαριστούμε πολύ την εταιρία για την διάθεση του τίτλου, για τις ανάγκες της κριτικής!


